ωθητικός

ωθητικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ώθηση, ο ικανός ή κατάλληλος για ώθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κ. Α. Λυκόρτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωθητικός — ή, ό ο κατάλληλος για ώθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωθιστικός — ή, ό, Ν ωθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠθίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”