Dictionary of Greek. 2013.
ωθητικός — ή, ό ο κατάλληλος για ώθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωθιστικός — ή, ό, Ν ωθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠθίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα] … Dictionary of Greek